οἰκοσκευή

οἰκοσκευή
οἰκοσκευή
household utensils
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οικοσκευή — η (ΑΜ οἰκοσκευή) το σύνολο τών οικιακών σκευών και επίπλων, το νοικοκυριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σκευή «εξοπλισμός»] …   Dictionary of Greek

  • οικοσκευή — η το σύνολο των πραγμάτων του σπιτιού, αλλ. νοικοκυριό: Ο δημόσιος υπάλληλος, κατά τη μετάθεσή του, πληρώνεται και για τη μεταφορά της οικοσκευής του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… …   Dictionary of Greek

  • μέμπλη — μέμπλη, τὰ (Μ) έπιπλα, οικοσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. meuble < λατ. mobilis «ευκίνητος». Η σημ. «ευκίνητος» αποδόθηκε στα κινητά έπιπλα, που μπορούν να αλλάζουν εύκολα θέση] …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οικία — Οικοδομή που χρησιμεύει για κατοικία. Βλ. λ. σπίτι. * * * η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία) στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή τής οικογένειας, εστία τής οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε… …   Dictionary of Greek

  • οικόσκευα — οἰκόσκευα, τὰ (Α) οικοσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σκεῦος] …   Dictionary of Greek

  • σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ζυγομαλά — Το Μουσείο Κεντητικής Τέχνης της Λουκίας Zυγομαλά λειτούργησε για πρώτη φορά το 1937 στον εκθεσιακό χώρο που προστέθηκε γι’ αυτόν το σκοπό στην εξοχική κατοικία της οικογένειας Zυγομαλά (Αυλώνα Αττικής). H επανέκθεση των αντικειμένων, που… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Άρτας — Το Λ.Μ.Ά. εγκαινιάστηκε το 1983 και στεγάζεται σε κτίριο που αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως φυλάκιο του γεφυριού, ενώ από το 1880 και μετά λειτουργούσε ως μεθοριακός σταθμός, καθώς τα σύνορα Ελλάδας Τουρκίας ήταν στη μέση του γεφυριού. Στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”